- δελτιογράφος
- ο, η1. όποιος γράφει σε δελτία2. υπάλληλος τής βουλής ο οποίος συντάσσει το περιληπτικό δελτίο τών πρακτικών της που διανέμεται στον Τύπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στέφ. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
αδελτιογράφητος — η, ο αυτός που δεν καταχωρίστηκε σε δελτίο, που δεν καταγράφηκε, ο μη αποδελτιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + δελτιογραφώ < δελτιογράφος] … Dictionary of Greek
δελτιογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τον δελτιογράφο ή τη δελτιογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελτιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Κωνσταντινίδη Μακεδόνα] … Dictionary of Greek